Συνεχίζοντας τις εκδοτικές μας απόπειρες, με αργούς ρυθμούς, αφού η καθημερινότητα
φροντίζει να εξαντλεί τον περισσότερο από τον χρόνο μας
με τις απαιτήσεις της, ή μάλλον, να λειτουργεί περισσότερο ως φοροεισπράκτορας
χρόνου και ενέργειας εκ μέρους όσων χωρίς καμία ενοχή και με πλήρη επίγνωση τους,
θέλουν να παραμείνουν έτσι οι συνθήκες για την απόλυτη πλειοψηφία των ανθρώπων.
Θα ήταν λοιπόν όχι άδικο, να μπορέσουμε να παραδεχτούμε, ότι εν πολλοίς,
παραμένουμε κατακτημένοι σε πολλά από τα επίπεδα της ζωής μας.
Και ως κατακτημένοι, όσοι διατηρούμε τις σπίθες της ελευθερίας εντός μας,
έχουμε μάθει να ομιλούμε και να επικοινωνούμε, με την γλώσσα του πνεύματος,
αυτό το απόρθητο φρούριο, που παράγει αδιάκοπα νέες εφεδρείες μαχητών στη διαρκή
απόπειρα μας να αποτινάξουμε τα δεσμά μας ώστε να ανοίξουμε διάπλατα τις θύρες
των πολύπαθων Πόλεών μας στην Ανθεία Θεά και τους Ολύμπιους ταξιθέτες.
Υπάρχουν πολλά είδη δεσμών, μα το χειρότερο από όλα, είναι αυτό που σκλαβώνει το πνεύμα.
Είναι δεσμά φτιαγμένα από σιωπή και προσφέρουν μία εφιαλτική αμνησία.
Βλέπεις ότι τίποτε δεν είναι σωστό και έμμετρο, αλλά δεν θυμάσαι ότι είναι δική σου ευθύνη
να διαρρήξεις την αδικία.
Κατανοείς απόλυτα ότι οι ευτελείς αχυρένιες σκεπές που σκεπάζουν το κεφάλι σου
στις τοποθέτησαν από πάνω σου για να σε βασανίσουν.
Για να σκέφτεσαι μόνον την καρτερική εποχή όπου θα γίνει η σοδειά του κλεμμένου χωραφιού σου, και θα σου αφήσουν μόνο τα άχυρα να βάλεις καινούργια από πάνω στο ταλαίπωρο κεφάλι σου,
μήπως και μειώσεις το κρύο, τις στάλες που στάζουν, και να έχεις το κομματάκι από σκιά όταν ο ήλιος σε κατακαίει. Όλα τα κατανοείς, αλλά ξεχνάς, ότι γίνεται και αλλιώς.
Ξεχνάς ότι το χωράφι αυτό, είναι η πολυτιμότερη κληρονομιά των γονιών και των παππούδων σου,
και των δικών τους πάλι, που σου τα άφησαν με την προσταγή να τα κληροδοτήσεις ατόφια
και γόνιμα σε ελεύθερους ανθρώπους...
Στριμωγμένοι λοιπόν γύρω από λειψή φωτιά μία κρύα νύχτα με δύο τρία λειψά κούτσουρα
να παλεύουν να μας ζεστάνουν λες και χάρη σου κάνουν και αυτά, κάποιοι από εμάς,
οφείλουμε να ξεκινήσουμε να τραγουδάμε, για τις ανεκπλήρωτες και ακόμη αγέννητες Ραψωδίες
για μία Πόλη που δεν πολιορκούμε, μα λαχταράει το είναι μας να απελευθερώσουμε.
Να τις βάλουμε φωναχτά στη σειρά με την αλφάβητο, σα να μαθαίναμε ξανά να διαβάζουμε.
Οφείλουμε να βρούμε γύρω από τη φωτιά μας, την καλύτερη φωνή μας, να μετατρέψουμε
σε εσχάρα το σκάμμα που ολόγυρα καθόμαστε και να ορκιστούμε στους Θεούς και τις Θέαινές μας
ότι δεν θα ξεχάσουμε ποτέ, και ας ξεχαστούμε οι ίδιοι.
Κρασί δεν έχουμε να προσφέρουμε στη φωτιά, ούτε γάλα και μέλι.
Αυτά μας έγιναν λειψά καθώς ξεχάσαμε το κτήμα και όλα τα αγαθά του.
Μας έμεινε μόνο το αίμα μας να προσφέρουμε και το καλύτερο τραγούδι.
Και με αυτά, θα υμνήσουμε και εμείς με τη σειρά μας, την Προστάτιδα Παρθένο μας
που μας κρυφακούει.
Έως να βάλουμε τα λόγια μας σε μια σειρά, θυμόμαστε τους παλαιούς που κράτησαν την φλόγα.
Και έτσι, σας προσφέρουμε να θυμηθούμε μαζί, τις προσευχές που μας τραγούδησαν.
Ήταν καθαρή και η φωτιά του Παλαμά, και έτσι, καίει ακόμη.
Το ποίημα, ο Ύμνος στην Θεά Αθηνά, έχει πάνω από 100 χρόνια που μας δόθηκε.
Μοιάζει όμως να αντηχεί στα όνειρα μας, σαν να το ονειρευτήκαμε εχθές το βράδυ.
Καλήν Ανάγνωση